-
1 вера
вера ж 1) η πίστη η εμπιστοσύνη (доверие ) 2) (религиозная ) η θρησκεία* * *ж1) η πίστη; η εμπιστοσύνη ( доверие)2) ( религиозная) η θρησκεία -
2 вероисповедание
-
3 религия
-
4 вера
-ы θ.1. πίστη• θρησκεία•вера в Бога πίστη στο Θεό•
вера в загробную жизнь πίστη στη μεταθανάτια ζωή•
христианская вера η χριστιανική θρησκεία•
человек иной -ы αλλόθρησκος.
2. πεποίθηση•вера в успех дела πίστη στην επιτυχία της υπόθεσης.
3. εμπιστοσύνη, μπέσα•торговля держится на -е το εμπόριο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη.
εκφρ.- ой и правдой служить – υπηρετώ ψυχή τε και σώματι•- принять на веру – παραδέχομαι με καλή πίστη. -
5 религия
η θρησκεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > религия
-
6 сциентизм, сциенцизм
ο επιστημονισμός, η επιστήμη ως θρησκεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сциентизм, сциенцизм
-
7 вера
вер||аж1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:\вера в будущее πίστη στό μέλλον2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις]. -
8 вероисповедание
вероисповедани||ес ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα:свобода \вероисповеданиея ἡ ἐλευθερία πίστης, ἡ θρησκευτική ἐλευθερία. -
9 культ
культм прям., перен ἡ λατρεία, ἡ θρησκεία:\культ личности ἡ προσωπολατρεία. -
10 религия
религияж ἡ θρησκεία. -
11 вероисповедание
[βιεραισποβιέντσνιιε] ουσ. ο. θρησκεία -
12 вероисповедание
[βιεραισποβιέντσνιιε] ουσ ο θρησκεία -
13 вероисповедание
-я ουδ.θρησκευτική δοξασία• θρησκεία, θρήσκευμα•свобода -я ανεξιθρησκεία.
-
14 гурия
-и θ.Ουρή, νύμφη του παραδείσου κατά τη μωαμεθανική θρησκεία. || παλ. πεντάμορφη. -
15 друидизм
-а α.δρυϊδισμός, θρησκεία των Κελτών. -
16 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου). -
17 ислам
-а α.Ισλάμ, μωαμεθανική θρησκεία. -
18 иудейство
-а ουδ. η ιουδαϊκή θρησκεία. || οι Ιουδαίοι. -
19 опиум
-а α.1. όπιο.2. μτφ. κάθε τι που θολώνει το μυαλό, τη συνείδηση, εμποδίζει τη γνώση της πραγματικότητας•религия опиум - для народа η θρησκεία είναι το αφιόνι του λαού.
-
20 подобие
-я ουδ.1. ομοίωση•религия провозглашает, что человек создан по образцу и по -ю Божию η θρησκεία διακηρύττει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
2. (μαθ.) ομοιότητα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρησκεία — θρησκείᾱ , θρησκεία religious worship fem nom/voc/acc dual θρησκείᾱ , θρησκεία religious worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκείᾳ — θρησκείᾱͅ , θρησκεία religious worship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
θρησκεία — η 1. το σύνολο των δοξασιών που σχετίζεται με την πίστη του ανθρώπου σ’ έναν ή πολλούς θεούς: Ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία. – Απαρνήθηκε τη θρησκεία των πατέρων του. – Μονοθεϊστική θρησκεία. 2. ό,τι θεωρεί κάποιος ιερό: Γι’ αυτόν το καθήκον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
θρησκείας — θρησκείᾱς , θρησκεία religious worship fem acc pl θρησκείᾱς , θρησκεία religious worship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
πολυθεϊσμός ή πολυθεΐα — Θρησκεία που βασίζεται στη λατρεία πολλών θεοτήτων. Ως θεότητες δεν νοούνται όλα τα υπερανθρώπινα ή εξωανθρώπινα όντα, που λατρεύουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά μόνο μερικά απ’ αυτά, που διακρίνονται από ακριβή χαρακτηριστικά, τα oποία είναι: η… … Dictionary of Greek
τζαϊνισμός — Θρησκεία της Ινδίας, που ο βραχμανισμός δεν τη θεωρεί ορθόδοξη, γιατί οι τζαϊνιστές δεν παραδέχονται τις Βέδες ως ιερά κείμενα. Ιδρυτής του θεωρείται ο Βαρντχαμάνα Μαχαβίρα (περίπου 539 467 π.Χ.), σύγχρονος του Βούδα, γιος βασιλιά όπως και… … Dictionary of Greek
θρησκείαν — θρησκείᾱν , θρησκεία religious worship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)